Τα μέσα του 20ου αιώνα ήταν η περίοδος εκείνη στην πορεία της επιστήμης της ψυχολογίας που τα πειράματα άρχισαν να γίνονται πιο εντατικά και συστηματοποιημένα. Σε ένα από αυτά, οι Eleanor J.Gibson και Richard D. Walk (“The Visual Cliff Experiment”, 1960) διερεύνησαν την ικανότητα των βρεφών να εντοπίζουν το βάθος. Η έρευνα αυτή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι τα νεογέννητα βρέφη τόσο ανθρώπων, όσο και μερικών ζώων που εξετάστηκαν, είχαν εκτεταμένη αντίληψη του ύψους, αναστολή στο να κινηθούν, άρα και ενστικτώδη αυτοπροστασία, εξαιτίας του φόβου πτώσης.
Κατά ανάλογο τρόπο αυτόματη, ενστικτώδης αντίδραση αυτοπροστασίας έχει παρατηρηθεί σε ανθρώπους και ζώα κατά την έκθεση τους σε αιφνίδιους και δυνατούς θορύβους. Υπό την επίδραση του ερεθίσματος του δυνατού και ξαφνικού θόρυβοu το ηχητικό αντανακλαστικό ωθεί το υποκείμενο, άνθρωπο ή ζώο, να προστατευτεί π.χ. καλύπτοντας το κεφάλι του.
Συνεπώς, όπως έχει παρατηρηθεί, ο φόβος της πτώσης και ο φόβος του θορύβου είναι οι μόνοι έμφυτοι φόβοι τους οποίους ο άνθρωπος φέρει μαζί του από τη στιγμή της γέννησης του. Όλοι οι άλλοι φόβοι που μπορεί να διακατέχουν ένα άτομο είναι επίκτητοι και δημιουργούνται στην πορεία της ζωής του.
Αξίζει επιπλέον να συμπληρωθεί, ότι και οι διάφοροι επίκτητοι φόβοι ενός ατόμου, συνοψίζονται σε έναν και μόνο φόβο: το φόβο του θανάτου και του αφανισμού. Είτε λοιπόν το αντικείμενο του φόβου είναι τα έντομα, τα ζώα, οι σεισμοί, οι αστραπές, τα αεροπλάνα ή το σκοτάδι, η βαθύτερη αγωνία του ατόμου που βιώνει μια συγκεκριμένη φοβία είναι ο θάνατος και ο αφανισμός του.
Ένας από τους πιο καθηλωτικούς και συνάμα καθολικούς φόβους του ανθρώπου, μιας και αφορά την πλειοψηφία των ανθρώπων, είναι ο φόβος της απόρριψης, ο φόβος της εγκατάλειψης. Ως κοινωνικό ον ο άνθρωπος επιβιώνει μέσω του σχηματισμού μικρών ομάδων που κατ’ επέκταση σχηματίζουν κοινωνίες. Η αποδοχή του από την ομάδα / κοινωνία είναι καθοριστική για τη διαβίωσή του. Αυτό γίνεται ιδιαιτέρως αντιληπτό αν αναλογιστούμε πως λειτουργούσαν οι πρωτόγονες κοινωνίες ανθρώπων. Το απορριφθέν – για οποιουσδήποτε λόγους – μέλος μια ομάδας κινδύνευε άμεσα από έλλειψη τροφής, έκθεσης σε φυσικά φαινόμενα, επιθέσεων από άγρια ζώα κ.α. Έτσι, ο φόβος της απόρριψης είναι από τους ισχυρότερους επίκτητους φόβους που παρατηρούνται στον άνθρωπο και συνοδεύει τους περισσότερους από εμάς καθ’ όλη την πορεία της ζωής μας.
Κατ’ αντιστοιχία λοιπόν η ανάγκη να είμαστε αποδεκτοί από τους ανθρώπους γύρω μας, γονείς, αδέλφια, συντρόφους, φίλους, συμμαθητές, συναδέλφους σημαντικούς άλλους και την κοινωνία γενικότερα, είναι πρωταρχική. Για να το πετύχουμε αυτό προσαρμοζόμαστε στις εκάστοτε απαιτήσεις που έχουν οι άλλοι από εμάς, αρχής γινομένης σαφώς από τους ίδιους μας τους γονείς. Ακολούθως συμβιβαζόμαστε με τους κανόνες της ομάδας / κοινωνίας, χωρίς απαραίτητα αυτό να συνάδει με τη βαθύτερη φύση μας.
Για ένα παιδί, μέχρι κάποια συγκεκριμένη ηλικία που είναι πλήρως εξαρτημένο, η απόρριψη από το γονιό / φροντιστή ισοδυναμεί με θάνατο. Σε επόμενο στάδιο της ανάπτυξης του, η απόρριψη από τους γονείς ή και από τον περίγυρο μπορεί να μη σημαίνει θάνατο κυριολεκτικά, σημαίνει όμως μια κλονισμένη αυτοεικόνα, μια εξασθενημένη αυτοεκτίμηση που οδηγούν σε συναισθηματική και ψυχική ισοπέδωση. Μετέπειτα, στην ενήλικη πλέον ζωή του ατόμου, οι αρχικές αυτές καταγραφές είναι βαθιά ριζωμένες στην ψυχοσύνθεσή του, σε ασυνείδητο επίπεδο, που είναι σχεδόν αδύνατον να ανακληθούν χωρίς συστηματική, εσωτερική, ψυχοθεραπευτική εργασία.
Στο πλαίσιο της προσαρμογής μας στις απαιτήσεις του περίγυρου μπορεί:
- Να καταπιέζουμε συναισθήματα που δεν εγκρίνουν οι άλλοι (όπως θυμό, στεναχώρια, άγχος, ντροπή αλλά και ενθουσιασμό, έξαψη, ζήλια κ.α.)
- Να παρακάμπτουμε ανάγκες μας ή και να ικανοποιούμε ανάγκες άλλων εις βάρος των δικών μας
- Να συμβιβαζόμαστε με καταστάσεις που δεν μας εκφράζουν
- Να έχουμε διαφορετικές αντιδράσεις από αυτές που αυθόρμητα νιώθουμε πως θέλουμε να εκφράσουμε
- Να μη λέμε ανοιχτά τη γνώμη και την άποψή μας
- Να μη διαφωνούμε και να μη φέρνουμε αντίρρηση
- Να υπακούμε σε κανόνες συμπεριφοράς που δεν αντιστοιχούν σε αυτό που νιώθουμε
Η προσαρμογή στις απαιτήσεις του περίγυρου και των σημαντικών άλλων της ζωής μας μειώνει τις πιθανότητες να απορριφθούμε και μας εξασφαλίζει μια φαινομενική ασφάλεια ότι είμαστε αποδεκτοί.
Υπό αυτές τις συνθήκες όμως πόσο αυθεντικοί είμαστε άραγε και πόσο συνεπείς απέναντι στην αληθινή μας φύση; Αν πρέπει να υποκριθούμε μια διαφορετική περσόνα για να μπορούμε να συνυπάρχουμε σε μια οικογένεια, σε μια ομάδα, σε μια τάξη, σε μια δουλειά απομακρυνόμαστε από τον αληθινό μας εαυτό και από την αυθεντικότητά μας.
Κατά μια έννοια είναι σαν εμείς οι ίδιοι να απορρίπτουμε τον εαυτό μας και παράλληλα να εγκαταλείπουμε τα συναισθήματα, τις αντιλήψεις, τις πεποιθήσεις, τα όνειρα, τις απόψεις ακόμη και τα χαρακτηριστικά μας.
Η αποδοχή είναι η βασική και θεμελιώδης προϋπόθεση της αγάπης. Η αγάπη προς τον εαυτό είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την αυταποδοχή και είναι μια διόλου εγωκεντρική πράξη! Για να μπορέσει ένα άτομο να συνδεθεί, να αποδεχτεί και να αγαπήσει ένα άλλο άτομο πρέπει να πρώτα να συνδέεται, να αποδέχεται και να αγαπά τον εαυτό του.
Στην καθηλωτική χριστιανική ρήση «Αγάπα τον πλησίον σου, ωσάν εαυτόν» και τα δυο μέρη της πρότασης είναι εξίσου σημαντικά, διότι γίνεται προφανές ότι η αγάπη προς τον εαυτό έχει προηγηθεί ώστε κάποιος να μπορεί να δώσει την αγάπη του στον άλλον.
Είναι δεδομένο ότι σαν μέλη μιας κοινωνίας θα ακολουθούμε και κάποιους κανόνες, όπως ακριβώς ακολουθούσαμε και τους κανόνες που υπήρχαν στην οικογένειά μας. Σαφέστατα και η προσαρμογή σε αυτούς και στις γενικότερες απαιτήσεις του περίγυρου εμπεριέχει και πολλά οφέλη για τον καθένα. Όμως όταν η υπακοή σε κανόνες και απαιτήσεις απέχει από τον αληθινό μας εαυτό, τόσο που να μας απομακρύνει από τη βαθύτερη μας φύση, το κέρδος είναι μηδαμινό. Το κόστος της έλλειψης αυτοπαδοχής δεν αναπληρώνεται με κανένα κοινωνικό όφελος και παροχή. Η αποδοχή από την κοινωνία είναι επιφανειακή, περιορισμένη και επισφαλής εάν δε συνοδεύεται από αποδοχή του εαυτού.
Ο δρόμος για την αποδοχή και αγάπη προς τον εαυτό μας, είναι μεγάλος και τραχύς. Προϋποθέτει αυτοπαρατήρηση, αυτογνωσία, αυτοσυγχώρεση, κατανόηση, υπομονή και επιμονή. Όμως όταν αγαπήσουμε εμείς πρώτοι αληθινά και ολοκληρωτικά τον εαυτό μας ανοίγεται ο δρόμος στην πιθανότητα να αγαπηθούμε αληθινά και ολοκληρωτικά και από άλλους και να βιώσουμε το μεγαλείο του να σε αγαπούν για αυτό που είσαι.
Ως φυσικό επακόλουθο, αγαπώντας και γνωρίζοντας τον εαυτό μας και η δική μας ικανότητα να αποδεχόμαστε την αυθεντική φύση και τον αληθινό εαυτό των ανθρώπων γύρω μας αυξάνεται κατακόρυφα. Είμαστε ανοιχτοί στη διαφορετικότητα, ικανοί να γνωρίσουμε το μη οικείο, έτοιμοι να ακούσουμε τη διαφορετική άποψη, να αγκαλιάσουμε τα ξεχωριστά χαρακτηριστικά και να δεχτούμε συμπεριφορές που μοιάζουν ασυνήθιστες.
Συνοψίζοντας, είναι μεγάλη ευλογία στη ζωή ένας άνθρωπος να βιώσει το μεγαλείο να τον αγαπούν για αυτό που είναι, τιμώντας την αυθεντικότητά του και την αληθινή του φύση. Για να γίνει όμως αυτό οφείλει πρώτα ο ίδιος να γνωρίσει, να αποδεχτεί και να αγαπήσει τον εαυτό του ολοκληρωτικά και με ψυχικό σθένος και τότε ο δρόμος για να μεταφέρει την ίδια δυναμική και ο ίδιος προς την κοινωνία, είναι ανοικτός.